πανουργώ

πανουργώ
-έω, Α [πανούργος]
1. είμαι ικανός να διαπράξω κάθε απάτη, είμαι πανούργος, δόλιος*, απατεώνας («ὅσια πανουργήσασα» — αφού τόλμησε να διαπράξει ένα δίκαιο έγκλημα, Σοφ.)
2. παθ. πανουργοῡμαι, -έομαι- νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες ουσίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανούργῳ — πάνουργος ready to do anything masc/fem/neut dat sg πανού̱ργῳ , πανοῦργος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανουργεύομαι — ΜΑ [πανούργος] πανουργώ*. είμαι πανούργος, δόλιος, πονηρός …   Dictionary of Greek

  • πανούργημα — τὸ, ΜΑ [πανουργώ] πονηρό έργο, δόλιο τέχνασμα, απάτη («τὸ μέντοι πανούργημα φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.) αρχ. σόφισμα, σοφιστεία …   Dictionary of Greek

  • συμπανουργώ — έω, Α συνεργώ σε πανουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πανουργῶ «είμαι πανούργος, απατεώνας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”